πλειστηριάζω — πλειστηρίασα, πλειστηριάστηκα, βάζω κάτι σε πλειστηριασμό, σε δημοπρασία, πουλώ κάτι με δημοπρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλειστηριάζω — πλειστηριάζω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη, επαναλαμβάνω πλειστηριασμό που δεν έγινε ή ακυρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
πλειστηριαζόμενος — πλειστηριάζω raise the price pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριάζειν — πλειστηριάζω raise the price pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριάζεσθαι — πλειστηριάζω raise the price pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριάζων — πλειστηριάζω raise the price pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριάσαντες — πλειστηριάζω raise the price aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριῶ — πλειστηριάζω raise the price fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπλειστηρίασε — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπλειστηρίασεν — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)